- αλλοιθωρίζω
- αμετ. косить (глазами);
§ με στραβό πού κοιμηθεί το πρωί αλλοιθωρίζει — посл, с кем поведёшься, от того и наберёшься
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ με στραβό πού κοιμηθεί το πρωί αλλοιθωρίζει — посл, с кем поведёшься, от того и наберёшься
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοίθωρος — αλλοιθωρίζω κ.λπ. βλέπε ορθότερα αλλήθωρος, αλληθωρίζω κ.λπ … Dictionary of Greek